υδατογράφος

υδατογράφος
ο
ο ζωγράφος υδατογραφιών (βλ. λ.), αυτός που ζωγραφίζει με νερομπογιές, ο ακουαρελίστας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υδατογράφος — ο, Ν ζωγράφος υδατογραφιών, ακουαρελίστας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδ. Κορδέλλα] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ακουαρελίστας — ο ζωγράφος που χρησιμοποιεί χρώματα ακουαρέλας, υδατογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. aquarelliste] …   Dictionary of Greek

  • υδατογραφία — Βλ. λ. ακουαρέλα * * * η, Ν 1. ζωγραφική που γίνεται με χρώματα διαλυμένα στο νερό, ακουαρέλα 2. συνεκδ. πίνακας ζωγραφισμένος με υδρόχρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδατογράφος. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. aquarelle και μαρτυρείται από το 1897 στο… …   Dictionary of Greek

  • υδατογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδατογραφία ή αυτός που έγινε με την τεχνική τής υδατογραφίας (α. «υδατογραφική μέθοδος» β. «υδατογραφικός πίνακας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υδατογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς) …   Dictionary of Greek

  • υδατογραφώ — Ν επιδίδομαι στη ζωγραφική υδατογραφιών, φιλοτεχνώ ακουαρέλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδατογράφος. Η λ., στον λόγιο τ. ὑδατογραφέω, ῶ, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν …   Dictionary of Greek

  • Γκι — (Guys). Επώνυμο τριών Γάλλων φιλελλήνων. 1. Κονσταντέν (Constantin, 1802 – 1892). Σχεδιαστής και υδατογράφος. Πήρε μέρος στην Επανάσταση του 1821 και φιλοτέχνησε πολλά σχέδια που τα θέματά τους τα άντλησε από τις πολεμικές εμπειρίες του. Το 1848… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”